- κατασκηνώ
- (I)κατασκηνῶ, -άω (AM)βλ. κατασκηνώνω.————————(II)κατασκηνῶ, -έω (Μ)βλ. κατασκηνώνω.————————(III)κατασκηνῶ, -όω (AM)βλ. κατασκηνώνω.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κατασκηνῶ — κατασκηνάω pres imperat mp 2nd sg κατασκηνάω pres subj act 1st sg (attic epic ionic) κατασκηνάω pres ind act 1st sg (attic epic ionic) κατασκηνάω pres subj act 1st sg (attic epic doric ionic) κατασκηνάω pres ind act 1st sg (attic epic doric… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ακατασκήνωτος — η, ο (Α ἀκατασκήνωτος, ον) [κατασκηνῶ] όποιος δεν έχει κατασκηνώσει, δεν έχει εγκατασταθεί σε σκηνές αρχ. ο ακατάλληλος για κατασκήνωση «ἀκατασκήνωτος τόπος» (Ονήσανδρος Στρατ. 1, 8) … Dictionary of Greek
κατασκήνωμα — κατασκήνωμα, τὸ (Α) [κατασκηνώ (III)] κάλυμμα, σκέπασμα … Dictionary of Greek
κατασκήνωση — η (AM κατασκήνωσις [κατασκηνώ (III)] 1. το να έχει κάποιος κατασκηνώσει κάπου, η εγκατάσταση σε σκηνή 2. τόπος όπου τοποθετούνται σκηνές νεοελλ. φρ. «παιδικές κατασκηνώσεις» και «μαθητικές κατασκηνώσεις» εγκαταστάσεις σε εξοχικό χώρο, όπου… … Dictionary of Greek
κατασκηνώνω — (AM κατασκηνῶ, όω και, άω, Μ και κατασκηνέω) 1. στήνω τη σκηνή μου κάπου, μένω στη σκηνή για ορισμένο χρόνο 2. εγκαθίσταμαι κάπου προσωρινά, σταθμεύω μσν. αρχ. αναπαύομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + σκηνῶ «κατασκηνώνω» (< σκηνή)] … Dictionary of Greek
συγκατασκηνώ — όω, Α [κατασκηνῶ] βάζω στην ίδια σκηνή με άλλους … Dictionary of Greek